Ο Κωστής Παλαμάς είναι ο νεώτερος εθνικός ποιητής μας και μιά από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες του νεώτερου ελληνισμού, στον οπιο χρωστάμε τη θεμελίωση της νέας λογοτεχνίας μας.
Γεννήθηκε στην Πάτρα, στις 13 Ιανουαρίου 1859. Ηταν ομως Μεσολογγίτης, και στο Μεσολόγγι πήγε να μείνει, οταν έγινε οχτώ χρονών, οπότε έμεινε ορφανός από γονείς. Εκεί τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1875 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική σχολή. Παράλληλα εργαζόταν σε διάφορα περιοδικά, κι ύστερα μπήκε ως συντάκτης ή συνεργάτης σε διάφορες εφημερίδες. Η εργασία του στον τύπο δεν ήταν μόνο επαγγελματική, αλλά και λογοτεχνικής μορφής. Τα γράμματα, η ποίηση, η κριτική, η τέχνη τόν απασχολούσαν τόσο, ώστε τελικά εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές, γιά ν'αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Η ποίηση ήταν ακόμα τότε ρομαντική, φλύαρη και πλαστογραφούσε τήν ελληνική πραγματικότητα. Ο Παλαμάς φιλοδόξησε κάτι καινούριο, ελληνικό, πραγματικό, Και το πέτυχε, με τον όγκο του ποιητικού έργου του, με την ποιότητα της προσφοράς του και με τις κάθε είδους εργασίες, με τις οποίες γνώρισε στο ελληνικό κοινό τις προόδους των Ευρωπαίων, και ανέβασε τη στάθμη της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγης.
Για πολλά χρόνια έγραφε άρθρα στην «Ακρόπολη» και χρονογραφήματα στο «Εμπρός». Ως κύριο όμως βιοποριστικό επάγγελμα είχε τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, όπου διορίστηκε Γενικός Γραμματέας το 1897 και υπηρέτησε μέχρι το 1928. Δηλαδή πάνω από τριάντα χρόνια, τα πιό αποδοτικά της ζωής του. Γιατί εργαζόταν από το πρωί ως το βράδυ καί μόνο τη νύχτα, ξαγρυπνώντας, μπορούσε ν'αφοσιωθεί στα δικά του γραψίματα. Με την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών το 1926, έγινε ένα από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη της, και το 1930 έγινε Πρόεδρός της.
Επίσης επί πολλές δεκαετίες έμενε στο ίδιο σπίτι της οδού Ασκληπιού αριθ.3. Από το παράθυρό του έβλεπε πάντα την ίδια εικόνα με το κυπαρίσσι, που μας ζωγραφίζει στο σχετικό ποίημα, στη συλλογή Ασάλευτη ζωή. Το γραφείο του, το «κελί» του όπως το έλεγε, ήταν ο ναός του. Απ' εκεί πέρασε ολόκληρη η πνευματική Αθήνα της εποχής του, να τον ιδεί. Γιατί ο ίδιος, δύσκολος στις αλλαγές, στα ταξίδια, στίς μετακινήσεις, είχε καθηλωθεί σε μιάν «ασάλευτη ζωή». Ολες του οι μετακινήσεις και τα ταξίδια γίνονταν με τη φαντασία, στούς κόσμους του πνεύματος και στο βάθος της ιστοριας. Οταν το σπίτι αυτό χρειάσθηκε να γκρεμιστεί, ο Παλαμάς «μετώκησε» στην οδό Περιάνδρου 5, όπου και πέθανε κατά την Κατοχή, σεβάσμιος πρεσβύτης, 84 ετών, στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Ο θάνατός του αποτέλεσε εθνικό πένθος. Χιλιάδες κόσμος συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα στο νεκροταφείο, να τον ξεπροβοδίσουν στην τελευταία του κατοικία. Εκεί ο Σικελιανός τον αποχαιρέτησε με το βροντερό ποίημά του, που αρχίζει: «Ηχήστε οι σάλπιγγες»..., ενώ η λαοθάλασσα των θαυμαστών του τραγουδούσε τον Εθνικό μας ύμνο. Από τότε μύριες όσες τιμητικές εκδηλώσεις έχουν γίνει στη μνήμη του. ΚυκλοΦόρησαν αναμνηστικά τεύχη, στήθηκε η προτομή του, γιορτάστηκε το Ετος Παλαμά, κυκλοΦόρησαν γραμματόσημο με την εικόνα του, και, τέλος, ιδρύθηκε το Ιδρυμα Παλαμά, γιά να εκδώσει πλήρη, υπεύθυνα και σχολιασμένα τα Απαντά του, και τα οποία τελικά εκδόθηκαν σε δεκαέξι τόμους, 8986 σελιδες!
Την εποχή που παρουσιάστηκε ο Παλαμάς στα ελληνικά γράμματα, γύρω στα 1876, την πνευματική ζωή την επνιγε η συμΦορά του άκρατου ρομαντισμού και του άχαρου και άψυχου «ηθογραΦισμού». Η ποίηση άψυχη, ρηχή, και ψεύτικη ρητορεία, δεν είχε ούτε ύΦος, ούτε ουσία. Ολη η μεγάλη προσΦορά του Σολωμού εμενε άγνωστη κι άγονη πνευματική κληρονομιά, άχρησιμοποίητη και παραπεταμένη. Ο Παλαμάς έβγαλε την ποίηση από το αδιέξοδο. Εγινε ο ανακαινιστής κι αναγεννητής της, και της άνοιξε ξανά διάπλατους τους δρόμους της. Ο Παλαμάς ήταν γεννημένος ποιητής.
Γράφει στίχους από τα 17 του χρόνια κι ύστερα από τα Τραγούδια της πατρίδος μου τους Ιαμβους και Ανάπαιστους, φθάνει την ποίηση στο μεσουράνημα με τη συλλογή Ασάλευτη ζωή. Μέ την πολυμορΦία του, με την πολύτροπη τεχνική του, με την εξαιρετική ποικιλία των ρυθμών, τα εκφραστικά μέσα του έμμετρου λόγου, πλούτισε την ποιητική γλώσσα όσο κανένας άλλος ίσαμε σήμερα. Ο Παλαμάς στάθηκε πενήντα χρόνια ο μεγάλος δάσκαλος και ο μεγάλος δημιουργός, και γιατί καλλιέργησε και προίκισε την ποίησή μας μ' ένα παντοδύναμο εκΦραστικό όργανο, τη νεοελληνική δημοτική μας γλώσσα, και γιά όσα συντέλεσε ο ίδιος και γιά όσα βοήθησε γιά την αναγέννηση της χώρας του' και γιά τους σπόρους που άφησε να βλαστήσουν στο μέλλον.
Ο Παλαμάς μέχρι το 1890, περίπου, δούλευε το στίχο στη δημοτική και τα γραπτά του στην καθαρεύουσα. Τη μεγάλη κι ολοκληρωτική στροφή προς τη γλώσσα του λαού την έκαμε μετά το Ταξίδι του Ψυχάρη, αν και είχε βαθιά συγκινηθεί, από τον αγώνα του Ροίδη στα 1877, με τις διαλέξεις του «Περι συγχρόνου Ελληνικής ποιήσεως» και «Περί συγχρόνου Ελληνικής κριτικής». Ποτίστηκε με ανησυχίες και γλυκοχάραξαν στη φαντασία του άπειρες φιλοδοξίες για το μέλλον. Ο Ψυχάρης με το «Ταξίδι» του έριξε την κανονιά που έΦερε αναστάτωση πρωτοΦανή στους φιλολογικούς κύκλους, και στους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής και γενικότερα στην κοινωνία. Εγινε ο ηγέτης, ο πολεμιστής, που διακήρυξε: «Θέλω δόξα και γροθιές». Ο Παλαμάς όμως ήταν προορισμένος να λύσει τον γόρδιο δεσμό και να οδηγήσει τη φιλολογία της νέας γενιάς προς νέους δρόμους, προς καινούρια απάτητα μονοπάτια, αΦού περνούσε από μιά κάθαρση, που χρόνια περίμενε το έθνος. Και πραγματικά, ο ποιητής στάθηκε ο Μεσσίας του στίχου και του τραγουδιού, που έΦερε την ποθητή αναγέννηση και σύνδεσε τον «Ερωτόκριτο» με τον Σολωμό, και την εποχή του.
Η παλαμική σκέψη και η παλαμική ποίηση στάθηκαν ως μιά προσπάθεια, γιά να νιώσουμε το έργο του Σολωμού, με το ανέβασμα που έφερε γενικά στη στάθμη του πνευματικού μας πολιτισμού, στη σύνδεση μας με τις νέες ιδέες του ευρωπαϊκού πνεύματος και στο αισθητικό μας ωρίμασμα. Το κριτικό εργο του Παλαμά αγκαλιάζει οχι μόνο την ελληνική, αλλά ολόκληρη την ευρωπαϊκή σκέψη της εποχής του. Είναι σχεδόν ίσο σε έκταση με το έργο της ποητικής δημιουργίας του και στα Απαντά του, που βγήκαν σε δεκαέξι τόμους, καλύπτουν σχεδόν τους οχτώ. Ο Παλαμάς στάθηκε σ'ολόκληρη τη ζωή του με την πένα και το καλέμι στο χέρι, έγραφε και χτένιζε τον πεζό του λόγο με την υπομονή της μέλισσας και σμίλευε το στίχο του με «νεραϊδοδέματα και ηλιαχτίδες».
Αναμφισβήτητα, ο θεωρητικός αγώνας του Ψυχάρη ενίσχυσε τη θέση των λίγων δημοτικιστών και τόνωσε τις πεποιθήσεις με την επιστημονική πολεμική του. Η πεζογραφία κέρδισε κι έδωσε αφορμή στους πρωτοπόρους να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και στον πεζό λόγο. Κι ένας από τους πρώτους ήταν κι ο Παλαμάς, «ο εθνικότερος και πατριωτικότατος των ποιητών της εποχής», όπως τον είχε ονομάσει ο Βλάσης Γαβριηλίδης. Βέβαια γιά να'μαστε δίκαιοι - ο Χριστοβασίλης, ο Εφταλιώτης, ακόμα κι ο Καρκαβίτσας, είχαν αρχίσει να γράφουν διηγήματα στη δημοτική.
Να, όμως, κι ο Παλαμάς στα 1891 δημοσιεύει στην «Εστία» το διήγημα Ο Θάνατος του παλικαριού, που στάθηκε και το αριστούργημά του, παρόλο που έγραψε αργότερα κι άλλα διηγήματα. Ουσιαστικά το διήγημα αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί σαν ένα έπος στον πεζό λόγο, που συνεχίζει στην πρόζα τις ιδέες του ποιητή γιά την πνευματική αναγέννηση της χώρας. Επιστροφή στο λαό και τη δημοτική παράδοση. Το ηρωϊκό πνεύμα της Ρούμελης, η λεβεντιά, τα νιάτα, η μητρική αγάπη, η αφοσίωση, ο καημός τέλος του Μήτρου, του ήρωα του διηγήματος, γιά τη χαμένη ομορφιά και αρτιότητα της σωματικής του διάπλασης άναπηδούν σε κάθε σελίδα του. Μά σύγχρονα και οι προλήψεις του ελληνικού λαού, η αντιπάθεια προς την επιστήμη και την αλήθεια, όλα μαζί απαρτίζουν το σύνολο του διηγήματος. Με το διήγημα αυτό ο Παλαμάς θέλησε να στηλιτεύσει την πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Η ηρωϊκή ψυχή της Ελλάδας κλείνεται μέσα στη λεβέντικη ψυχή του Μήτρου. Οπως εκείνος σαπίζει πάνω στο κρεβάτι του, θύμα των κομπογιαννίτικων γιατρών, έτσι και η Ελλάδα είναι θύμα της πολιτικής ψευτιάς και ακολασίας, των κοινωνικών προλήψεων και των φανατισμών χωρίς περιεχόμενο, με μόνο το πάθος γιά οδηγό. Η γλώσσα του διηγήματος είναι ρουμελιώτικη, πλουτισμένη με άπειρα στοιχεία δανεισμένα απ' όλα τα ιδιώματα, μ'εκλεκτικότητα και καλαισθησία. Και τόσο καλά τοποθετημένα που θυμίζουν έμμετρο και όχι πεζό λόγο. Ετσι, «Ο θάνατος του παλικαριού», είναι όχι μόνο γιά την εποχή που γράφτηκε, μα και σήμερα ακόμα, κάτι το μοναδικό γιά τη νεοελληνική πεζογραφία. Ακόμα κι ο Ψυχάρης, που στο τέλος της ζωής του απαρνήθηκε τον Παλαμά, το διήγημα αυτό το θεωρούσε πραγματικό αριστούργημα. Ο πεζογράφος Παλαμάς ποτέ δεν θα ξαναγράψει πεζό κείμενο με τέτοια γλώσσα και τέτοια παραστατική δημοτική μουσική. Η καταπληκτική του εξέλιξη θα φανεί πιά στο στίχο, όχι στην πρόζα. Απ' εδώ και πέρα ο ποιητής όλο κι ανεβαίνει στον Παρνασσό γιά να φτάσει στην κορφή του με το Δωδεκάλογο του Γύφτου, και να γίνει ο «ποιητής του καιρού του και του Γένους του», όπως έγραψε κι ο ίδιος.
Το 1897 ο Παλαμάς διορίζεται Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου. Ο διορισμός του ήταν άσχετος προς κάθε πολιτικό μέσο και υπαγορεύτηκε από τιμητική διάθεση προς έναν ποιητή, που ολοένα κέρδιζε και μεγαλύτερη θέση στον ελληνικό Παρνασσό. Κι όμως, η υπαλληλική του αυτή εξάρτηση - που του έδινε κάποια οικονομική αξιοπρέπεια - του στάθηκε πολλές φορές εξαιρετικά δύσκολη. Πολέμησε γιά τις ιδέες του με φιλοσοφική εγκαρτέρηση και δεν σάλεψε βήμα από το μετερίζι του. Κι όταν όλοι ξεσηκωμένοι από τούς πολιτικούς δημαγωγούς και τον πνευματικό σκοταδισμό (Μιστριώτης κα.), όταν το κράτος κι η εκκλησία και σχεδόν το Εθνος ολόκληρο, παρασυρμένο από το πάθος εξεγέρθηκε στά Ευαγγελικά (1901) και Ορεστειακά (1903) με οφορμή τη μετάφραση του Ευαγγελίου και του Αγαμέμνονα, της Ορέστειας του Αισχύλου στή δημοτική γλώσσα, μόνος ο Παλαμάς εμεινε στις επάλξεις, παρά τις απειλές, τις καταδιώξεις και τους εξευτελισμούς. Είχε τη δύναμη, και τότε ακόμα, να διακηρύξει μεγαλόφωνα, όταν τον σταμάτησε ο όχλος της Αθήνας, το πολυσήμαντο και επικό εκείνο Είμαι δημοτικιστής και τo καυχώμαι!.
«Κι όταν ο Ψυχάρης ησύχαζε στο Παρίσι - γράφει ο Φάνης Μιχαλόπουλος - κι ο Πάλλης, ο Εφταλιώτης κι ο Βλαστός ζούσαν πλούσια στις Ινδίες κι οι άλλοι δημοτικιστές τα 'στριβαν και κρύβονταν, μόνος ο Παλαμάς δέχτηκε όλα τα χτυπήματα και του Κράτους και της Πολιτείας και δυστυχώς και της κοινωνίας, μ'ελάχιστες εξαιρέσεις. Ηταν πεπρωμένο αυτός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος... να σταθεί αλύγιστος και να υψωθεί σε πραγματικό ήρωα της ίδέας του δημοτικισμού, κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή. Ο Παλαμάς κατά την εποχή εκείνη ανέβηκε στό ψηλότερο βάθρο του ήρωα και του μάρτυρα, μόνος αυτός».
«Κατάλαβε βαθιά την αποστολή του - γράφει ο Μάρκος Αυγέρης - και δείχτηκε πνευματικός ήρωας και οδηγός παράξιος, αποφασιστικός μ' όλη τη φυσική του οσθενικότητα, αδίστακτος μ' όλη την κοινωνική του συστολή, άφοβος μπροστά στην αλήθεια και στο χρέος». Την πίκρα του αυτής της εποχής μας την έδωσε στους παρακάτω σφοδρούς, επιτιμητικούς και καφτερούς στίχους για την εγκατάλειψη απ'όλους τους δημοτικιστές και του αγώνα και αυτού του ίδιου, στή συλλογή του Ασάλευτη ζωή:
και μιάς πολέμιας χλαγοής ασώπαστη φοβέρα.
Κι όταν εκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπή παγώνει πέρα ως πέρα.
Μόνος. Μ' αρνήθηκαν οι σύντροφοι,
κι από το πλάι μου γνωστικά τ'αδέρφια τραβηχτήκαν.
Μ'έδειξε κάποιος, - Νάτος! - Κατ' επάνω μου
γυναίκες, άντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά, ριχτήκαν.
Το χέρι τ'ακριβό της Οδηγήτρας μου
που με κρατούσε, ανοίχτηκε προς άλλα χάδια... Μόνος.
Σε βάθη μυστικά περνούνε αστράφτοντας,
των ασκητάδων ο χορός, του μαρτυρίου ο θρόνος.
Φωτιά 'βαλαν, το κάψανε το σπίτι μου
και σύντριψαν τη λύρα μου με τη βαθιά αρμονία.
Την Πολιτεια δυό Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου και του δασκάλου η μανία...
Με την πρώτη ποιητική συλλογή του, «Τα τραγούδια της Πατρίδας μου», ο ποιητής έκαμε εξαιρετική εντύπωση, και γιά τη ζωντανή ποιητική του γλώσσα και γιά τον πλούτο των θεμάτων του. «Τά τραγούδια της Πατρίδας μου», φέρνουν μέσα τους τον νέο λυρισμό και την έντεχνη παλαμική τελειότητα. Από την πρώτη του αυτή συλλογή αναγνωρίζει κανείς ποιά είναι τα μεγάλα θέματα, που θα θρέψουν το λυρισμό του εθνικού ποιητή: η έγνοια της πατρίδας, το τραγούδι του λαού, το ύλικό της ιστορίας. Από την πρώτη συλλογή καταπιάνεται με τα ποικίλα μέτρα και ρυθμικά γυμνάσματα, που θα τον αναδείξουν αργότερα τον άφταστο και αξεπέραστο δάσκαλο στην τέχνη του ελληνικού στίχου. Ακολουθεί ο «Υμνος προς την Αθηνάν» και ύστερα ή συλλογή «Τα μάτια της ψυχής μου», που βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό. Ο στίχος του πιά γίνεται πλουσιότερος, και το ύφος του λυρικότερο και ευγενέστερο. Στο ποίημα Ασκραίοςκαι στo μικρότερο τoν «Oλυμπιακό Yμνο, ασκείται στο αρχαιότροπο ύΦος, με τη λιτότητα του δημοτικού τραγουδιού.
Και η ανοδική πορεία του τραγουδιού του ποιητή φτάνει στους «Ιαμβους και Ανάπαιστους» και ύστερα στον «Τάφο», σε πρωτόφαντη μορφική τελειότητα, που θεμελιώνει γιά πάντα την υπόστασή του ως δημιουργού και μεγάλου τεχνίτη. Στούς «Ιαμβους και Ανάπαιστους» η πλαστικότητα στην έκφραση, η λαμπρότητα των είκόνων, συνταιριασμένη με την ποικιλία των ρυθμών, δημιουργούν μιά κλασική διαύγεια και μιά τέτοια εξισορρόπηση των ποιητικών στοιχείων, που η ποίηση ξαναβρίσκει την αυθεντική της συγγένεια με την αρχαία. Γιά τους «Ιαμβους και Ανάπαιστους» ο Jean Moreas (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος) έγραψε με θαυμασμό που ξεπερνάει κάθε όριο: «Ο Παλαμάς έχει δώσει πάρα πολλά έργα. Προτιμώ ένα μικροσκοπικό του βιβλίο που επιγράφεται «Ιαμβοι και Ανάπαιστοι». Γιά μένα είναι αριστούργημα, πώς ανταμώνονται αξεχώριστα το παθητικό και το συνηθισμένο! Η τέχνη που ξέρει τι θέλει, ακριβόλογη, γεμάτη χάρη!». Στη συλλογή αυτή υπάρχει και το περίφημο τραγούδι «Καβάλα πάει ο χάροντας το Διγενή στον Αδη...».
Στο πολύστιχο ποίημά του «Τάφος», ένα απροσδόκητο γεγονός, ο θάνατος του τετράχρονου παιδιού του Αλκη, έδωσε αφορμή στον ποιητή να μοιρολογήσει το χαμό του και γενικότερα το θάνατο, με κάποιους αγνώριστους και πρωτάκουστους ήχους, που αγγίζουν όλες τις καρδιές, καθολικεύουν το προσωπικό αίσθημά του και το κάνουν κοινό γιά όλους τους πονεμένους ανθρώπους.
Στα 1903, ο Παλαμάς εκδίδει το μοναδικό θεατρικό του έργο την «Τρισεύγενη», ένα ποιητικό δράμα, γραμμένο στο πρότυπο του «Ερωτόκριτου», που η κυριαρχική ιδέα του είναι η αναγέννηση, η καλυτέρευση και η πρόοδος, το γκρέμισμα των παλιών αξιών, το κοινωνικό και πολιτιστικό ανέβασμα του λαού και η πραγματική λευτεριά του. Το έργο, βέβαια, δεν έχει μεγάλη δραματική πλοκή και δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα της σκηνικής τέχνης. «Το δράμα δεν έγινε με το μονάκριβο σκοπό να παρασταθεί» έγραψε ο ίδιος. Εγινε γιά να δημιουργήσει ανησυχίες και να ενισχύσει τα πνεύματα προς μιά κοινωνική, και μιά πνευματική αναγέννηση του Εθνους.
Τον επόμενο χρόνο 1904, ο ποιητής κυκλοΦόρησε μιά νέα ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Ασάλευτη Ζωή», στην οποία συμπεριέλαβε πολλά ποιήματα, κι ανάμεσά τους τις περίφημες «Eκατό Φωνές», εκατό οχτάστιχα, που είναι από τα μουσικότερα και λυρικότερα ποιήματα της συλλογής. «Μέσα στα ποιήματα της «Ασάλευτης Ζωης» - γράφει ο Φάνης Μιχαλόπουλος - βρίσκουμε τον πατριώτη και τον διεθνιστή, τον γκρεμιστή και τον πλάστη, τo θρήσκο και τον άθεο, τον ειδωλολάτρη και το χριστιανό, τον αηδιασμένo από το παρόν και τον οραματιστή του μέλλοντος, ενός μέλλοντος ελπιδοφόρου το δημιουργό μιάς νέας ζωής (...). Κι αν όλες οι μεταγενέστερες ή προγενέστερες συλλογές του χάνονταν, κι έμενε μονάχα η «Ασάλευτη Ζωή», αρκούσε αυτή γιά να τον αποθανατίσει και να μας περισώσει ανάγλυφο τον Παλαμά όλων των εποχών».
Και ερχόμαστε τώρα στα δυο αριστουργηματικά ποιητικά σύνολα τού Παλαμά: Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907) και H Φλογέρα του Βασιλιά (1910). Και τα δύο ποιήματα ο ποητής τα δούλευε από καιρό, ίσως πριν από το 1900. «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» δημοσιεύτηκε πριν από τη «Φλογέρα του Βασιλιά» κι όμως είναι υστερότοκος. Μας το λέει ο ίδιος ο ποιητής. «Η Φλογέρα του Βασιλιά» είναι η αναβίωση του ήρωϊκού πνεύματος στην πατρίδα του, είναι ένα τραγούδι επικό, με σκοπό το ξύπνημα του ηρωϊκού πνεύματος (ύστερα μάλιστα από το φιάσκο του 1897), ένας απέραντος ύμνος προς τον πόλεμο, γιά το ξεσκλάβωμα των ελληνικών περιοχών πέρα από τη Θεσσαλία, γιά τα μεγάλα ιδανικά μας μέσα στους δώδεκαλογους της «Φλογέρας του Βασιλιά», της μεγάλης αυτής εποποιίας ή ραψωδίας, όπως την ονομάζει ο ίδιος, προσπαθεί να ζωντανέψει τις μεγάλες μορφές του παρελθόντος, και με το παράδειγμά τους να συνεπάρει και να ενθουσιάσει το πνεύμα των Ελλήνων. Σε όλο το ποίημα ένα πρόσωπο ή καλύτερα ένα όργανο μιλάει με το στόμα του ποιητή: η φλογέρα του βασιλιά». Περιγράφει τις πόλεις, τα διάφορα μέρη, τους πολέμους, τις θάλασσες και τα βουνά τής Ελλάδας με τόση μουσικότητα και λυρισμό, που μαγεύει τον αναγνώστη. Ποιός δεν νιώθει βαθιά συγκίνηση, όταν περιγράφει την Αθήνα στον έβδομο Λόγο:
κι η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Το φως παντού κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει..».
Στον ένατo Λόγο, που είναι ένας ύμνοs στο πνεύμα του Χριστιανισμού, που συμβολίζεται μέσα στη ζωή της Θεοτόκου, ο ποιητής αφιέρωσε τέτοιους στίχους που μοιάζουν σαν τα ωραιότερα τροπάρια της εκκλησίας μας:
νικήτρια Εσύ της Αθηνάς και σκέπη της Αθήνας!
Στόν πόλεμο οδηγήτρια Εσύ, μεσίστρα στην ειρήνη,
Υπέρμαχη. Στρατήγισσα, σ' Εσέ τα νικητήρια!».
κι όλο κρατώ τ'απόμακρα με τη γυμνή ρομφαία
της Ρωμιοσύνης τον εχθρό...».
Και το ποίημα τελειώνει μ' έναν ύμνο γιά τον μεγάλο θρύλο του Μαρμαρωμέvoυ βασιλιά. Αν η «Φλογέρα του Βασιλιά» είναι το σάλπισμα γιά την αναβίωση του ηρωικού πνεύματος, ο «Δωδεκάλογos» είναι η κραυγή γιά την απολύτρωση της ανθρωπότητας από τα δεσμά των ηθικών και κοινωνικών προλήψεων, και τη δημιουργία ενός νέου Γέvoυς άνθρώπων, ελεύθερων, ανώτερων και πιό ευτυxισμέvων. Ο ίδιος ο Παλαμάς μιλώντας γιά το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» τον θεώρησε ως, το ολοκληρωτικό των ιδεών του ποίημα. Εχουν γραφεί δεκάδες κριτικές γιά τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», στις οποίες καθένας τον κρίνει από τη σκοπιά του, χωρίς να υπάρξει ακόμα συμφωνία. Αυτό δείχνει πως ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» μέvει αγέραστος από τα χρόνια και πάντα νέος και άξιος θαυμασμού. Ετσι, δίκαια ειπώθηκε οτι είναι το χαρακτηριστικότερο και το θαυμασιότερο επίτευγμα του ελληνικού λυρικού Λόγου. Γιατί, ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» αποτελείται από υπέροχα λυρικά κομμάτια, μερικά από τα οποία είναι από τα ανώτερα που έχουμε στη γλώσσα μας, δόξα όχι μόνο του ελληνικού μα και του ευρωπαικού λυρισμού. Στους δώδεκα Λόγους του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», ο Παλαμάς πραγματοποίησε πέρα ως πέρα το Πλατωνικό αξίωμα , «Μουσικήν ποίει και εργάζου», που πρόταξε στο έργo. Σαν από μακρινές κι ολόφωτες χώρες ακούμε να φτάνουν ως εμάς οι πρωτάκουστες μελωδίες του κατ' εξοχήν μουσικού αυτού συνθέματoς.
«Δεν σταμάτησε καμιά πηγή - γράφει ο Φάνης Μιχαλόπουλος - δεν έκλεισε καμιά βρύση από την πλούσια νερομάνα της ψυχής του, τη μουσική. Κι έτσι πλημμύρισε το τραγούδι του από μελωδίες και συγχορδίες. Και μιά τέτοια ρυθμική και μετρική ταίριαξε, σ' ένα τόσο ποικίλο περιεχόμενο, τόσο υψηλό και μεγαλόπνοο».
Ο Παλαμάς, ως τη στιγμή που έκλεισε τα μάτια, δεν έπαψε να πρωταγωνιστεί στη φιλολογική κίνηση και να δημοσιεύει όλο και νέα έργα. Αναγνωρισμένος απ' όλους ως ο Αρχηγός, ο Δάσκαλος, ο Οδηγητής, ο Πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων. Επί εξήντα χρόνια κράτησε τη δάδα του πνευματικού ιεροφάντη, μυώντας στα μυστήρια της ζωής και της τέχνης τρεις ολόκληρες γενεές. Πολύ πριν κλείσει τα μάτια του, είχε περάσει στην αθανασία, σαν ένας από τους μεγαλύτερους Ελληνες των τελευταίων χρόνων. Η Δόξα του δεν ήταν πια ελληνική, μα ευρύτερη. Ο Παλαμάς είχε νωρίς μεταφραστεί και τον γνώριζε καλά το Ευρωπαικό κοινό. Γιά την ευρωπαική αυτή αναγνώριση του και τη δόξα του, θα μπορούσε να τον προσφωνήσει κανείς με τους στίχους του «Ασκραίου», που περιέχονται στη συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», που λες και γράφτηκαν γιά τον εαυτό του καί τή ζωή του:
Σε ξέρω, είναι το στόμα σου της αρμονίας κρουνιά,
Θνητέ, αν δεν έγινες Θεός, άνθρωπος πια δέν είσαι,
γιατί νοείς τ' αθάνατα και ζείς μαζί μ αυτά....»
Η ποίηση του Παλαμά είναι ένας ωκεανός, όπου συναντιούνται τι επικό και το λυρικό, το δραματικό και το φιλοσοφικό. Δοκίμασε όλους τους ρυθμούς και τα μέτρα, όλες τις εμπνεύσεις και τραγούδησε το αιώνιο και το πρόσκαιρο, το μεγάλο και το μικρό, το προσωπικό και το αντικειμενικό. Τρυφερός και λεπτός, ζωγραφικός και αισθηματικός στα λυρικά του ποιήματα, ξέρει, όμως, κυρίως να γίνεται μεγαλόπνευστος και προφητικός με τα μεγάλα ποιητικά του συνθέματα. Μέσα σ' αυτά περνάει η δόξα και η τέφρα, η αίγλη και τα ερείπια, η μοίρα και το μέλλον της Ελλάδας, της αιώνιας Ελλάδας αρχαίας - βυζαντινής - τουρκοκρατούμεvης - επαναστατημέvης, ελευθερωμέvης.
Οπως η συνείδηση του λαού του - γράφει ο Κ. Τσάτσος, πριν από αρκετά χρόνια, Πρόεδρος της Δημοκρατίας - έχει και η δική του ένa βαθύτατο άρωμα βυζαντινού Χριστιανισμού και μεσαιωνικής μυστικοπάθειας. Εχει άκόμα ένα στρώμα όπου κλείνεται 'όλη η θλίψη της πολυαίωνης δουλείας, και από όλα αυτά από κάτω κρύβεται ο αρχαίος κόσμος. Η θέα της Αττικής, σε όποιαν ώρα, είναι η μόνη που τον απαλλάσσει απ' όλα, αυτά τα υπερκείμενα στρώματα, τον κάνει εθνικόν στην πίστη, κλασικόν στη μορφή, Ελληνα δεμέvον με το Λόγο με τη χθόνια ζωή, την ευδαιμονία και την τραγικότητά της».
«Γόνιμος και πολύπλευρος, ο Κωστής Παλαμάς - γράφει ο Μιχ.Περάνθης - ανησυχεί γιά όλα τα ερωτήματα που βασανίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Ευρυμαθής και κριτικότατος, ανακινεί διαρκώς μέσα μας και νέα προβλήματα. Μας γνώρισε πρόσωπα και ρεύματα της ξέvης φιλολογίας, και επέβαλε με το κύρος του τη δημοτική γλώσσα (...). Πρώτος και σχεδόν μόνος, μέσα στο σκάφος των νέων πεπρωμέvων, έζησε τη θέρμη του μισού αιώνα ελληνικών οραματισμών, διερμήνευσε τα ιδανικά της γενεάς του και έγινε η ποιητική συνείδηση της φυλής του...».
«Η πολυσύνθετη φύση του Παλαμά - γράφει ο Μάρκος Αυγέρης - χαράζει πλατιά σύνορα στην πνευματική μας γεωγραφία. Στην πνευματική μας γεωγραφία, αν ο Σολωμός είναι ένα ορόσημο σε ύψος, ο Παλαμάς είναι ένα ορόσημο σε πλάτος. Ο Παλαμάς είναι οικοδόμος και δημιουργός μεγάλων κτισμάτων. Ανήκει στους Πατέρες της πνευματικής μας ζωής κι έθρεψε και θα θρέψει γενιές. Είναι ένας πνευματικός Εθνάρχης από τους πιό αυθεντικούς, ένας από τους μεγάλους χτίστες του σημερινού πνευματικού μας πολιτισμού. Ο Παλαμάς, που στάθηκε άπάνω από μισόν αιώνα ο πνευματικός φάρος της χώρας, θα εξακολουθήσει να'ναι πάντα, με μερικά ζωτικά στοιχεία του έργου του, ενεργητική πνευματική δύναμη και γιά τους μελλούμενους καιρούς».
«Ο Παλαμάς - γράφει ο Κ.Βάρναλης - άνοιξε καινούριους δρόμους και στην κοινωνική μας εξέλιξη. Κίνησε τον τροχό της ιστορίας προς τα μπρος, την εποχή που όλες οι δυνάμεις: πολιτικές, εκκλησιαστικές, πνευματιKέs, τραβoύσανε τήν Ιστορία μας προς τα πίσω. Ο Παλαμάς βρισκόταν με την καρδιά και με το νου σε άμεση και αδιάκοπη συνάφεια και με τα τωρινά συμβάντα και με τα μελλούμενα. Ο Παλαμάς επί εξήντα χρόνια ήταν η «εθνική φωνή». Τον ονομάζει: «Πνευματικό πατέρα όλων» και υπογραμμίζει:
«Ολοι πατήσανε στα φτερά του γιά να πρωτοπετάξουν». Παρατηρεί ακόμα : «Ο Παλαμάς δέν ήταν μονάχα έvας ποιητής καινοτόμος με πλατιές αντιλήψεις, δεν είχε μovάχα την υπέρτατη αρετή του λόγου και του ήθους. Ηταν, και προπαντός, μέγας γλωσσοπλάστης. Το έργo του το ποιητικό, το πεζογραφικό και το κριτικό είναι απέραντο».
Τέτοιος υπήρξε ο Παλαμάς, ένας αληθινός Τιτάνας των ελληνικών γραμμάτων, που η μορφή του θα φαντάζει πάντοτε ανάμεσα στις φωτεινότερες, μέσα στο πνευματικό Πάνθεο των νεώτερων χρόνων.
ΠΕΡΙ ΓΡΑΦΗΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου